Η ΕΠΙΣΗΜΗ ΣΕΛΙΔΑ ΤΟΥ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟΥ ΜΑΣ ΠΟΙΗΤΗ, ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ, ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ:
http://yannisritsos.gr/

Πέμπτη 30 Απριλίου 2009

Το κυκλάμινο


TO ΚΥΚΛΑΜΙΝΟ

Κυκλάμινο

Γιάννης Ρίτσος - Τὸ κυκλάμινο

Μικρὸ πουλὶ τριανταφυλλί,
δεμένο μὲ κλωστίτσα,
μὲ τὰ σγουρὰ φτεράκια του
στὸν ἥλιο πεταρίζει.
Κι ἂν τὸ τηράξεις μιὰ φορά,
θὰ σοῦ χαμογελάσει
κι ἂν τὸ τηράξεις δυὸ καὶ τρεῖς,
θ' ἀρχίσεις τὸ τραγούδι.

Αναμετάδοση

Τι 'ναι τούτο;

Απόσπασμα απ’ το βιβλίο της

Αγγελικής Κώττη

Γιάννης ΡΙΤΣΟΣ

ΕΝΑ ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ


Κι η ανθρωπιά του, να ξεχειλίζει πάντοτε. Μέσα στην κόλαση:

Εμείς, τσακισμένοι, βαδίζοντας χαράξαμε
μισό κύκλο γύρω απ’ το πρώτο λουλουδάκι
που φύτρωσε στο βράχο
μη και πατήσουμε το λουλουδάκι.
Ξέρετε τι ‘ναι τούτο; -κάναμε μισό κύκλο
τρέχοντας με πρησμένα ποδάρια-
μισό κύκλο γύρω απόνα λουλουδάκι –φορτωμένοι
τις πιο βαρειές πέτρες του κόσμου
κάτου απ’ τις βρισιές, τα λαχτίσματα και τα μαστίγια
φορτωμένοι στην πληγιασμένη ράχη μας τους νεκρούς μας
φορτωμένοι τον ίδιο μας το θάνατο,
κάναμε μισό κύκλο μην πατήσουμε το λουλουδάκι
όταν κάθε βήμα είταν μια μαχαιριά στην καρδιά
όταν κάθε βήμα είταν ένας θάνατος.

Γι’ αυτό αγάπησα τον Γιάννη Ρίτσο! Πρώτα για την Ανθρωπιά του και μετά για το ταλέντο του! Το ταλέντο σκέτο, δεν μου λέει ΤΙΠΟΤΑ!
Ξέρετε τι ‘ναι τούτο;
Κάνανε μισό κύκλο, όταν κάθε βήμα ήταν μια μαχαιριά στην καρδιά, όταν κάθε βήμα ήταν ένας θάνατος, τσακισμένοι, με πρησμένα πόδια, φορτωμένοι στην πληγιασμένη ράχη τους, τους νεκρούς μας, τον ίδιο τον θάνατο!
Κάνανε μισό κύκλο γύρω απ’ το πρώτο λουλουδάκι που φύτρωσε στο βράχο, μη και πατήσουνε το λουλουδάκι!
Ξέρουμε άραγε εμείς στις μέρες μας, τι ‘ναι τούτο;

Αναμετάδοση

ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ



...κι όμως πρέπει να προφτάσω να ξεχωρίσω.
Να δω, να υπολογίσω, να σκεφτώ – (για ποιον; Για μένα; Για τους άλλους;) Πρέπει.
Μου χρειάζεται πριν απ’ το θάνατό μου μια ύστατη γνώση, η γνώση του θανάτου μου, για να μπορέσω να πεθάνω...

...ίσως και να μπορούσα να γλιτώσω.
Ίσως μπορούσα ν’ αντέξω την καταφρόνια ή την συγγνώμη ή την λησμονιά των άλλων.
Όμως εγώ θα μπορούσα να λησμονήσω το φως που ονειρευτήκαμε μαζί;
Κείνο το μέγα καρδιοχτύπι της σημαίας μας;
Θα μπορούσα να βολευτώ στον ίσκιο μιας γωνιάς με σταυρωμένα τα χέρια γύρω στα σταυρωμένα γόνατα
Σα μνησίκακη, μεμψίμοιρη ή αμέτοχη αράχνη
Που πλέκει μόνο με το σάλιο της τα δίχτυα της;

(όλες οι καμπάνες της Γης σήμαναν με μιας. Όλα τα ανθρώπινα μέτωπα μεμιάς. Όλες οι καρδιές μεσίστιες. Στο χωριό Λύση, ανάμεσα Λευκωσία κι Αμμόχωστος, η μάνα του έσφιξε το μαύρο της τσεμπέρι κάτου απ’ το δυνατό σαγόνι της κ’ είπε ακριβώς τα λόγια που περίμενε ο γιος της: «είμαι πέρφανη. Κάλλιο μια φούχτα τιμημένη στάχτη, παρά γονατισμένος ο λεβέντης μου». Ο πατέρας του πάλι, σαν πήγε στο στρατιωτικό νοσοκομείο της Λευκωσίας, αναγνώρισε το καμένο παιδί του απ’ τις χοντρές ελληνικές κοκάλες του κι από κείνο το χρυσό κωνσταντινάτο που άχνιζε στον κόρφο του και στον κόρφο του κόσμου).


"Αποχαιρετισμός", Γιάννης Ρίτσος


Αναμετάδοση

Γιάννης Ρίτσος & Μίκης Θεοδωράκης, Να 'χα τ' αθάνατο νερό


«Επιτάφιος κατά Σταύρο Ξαρχάκο»
Τραγουδά η Μαρία Σουλτάτου.
Παίζει η Κρατική Ορχήστρα Ελληνικής Μουσικής και διευθύνει ο Σταύρος Ξαρχάκος.
Ζωντανή ηχογράφηση από το Ωδείο Ηρώδου τού Αττικού το 2000

Να 'χα τ' αθάνατο νερό

Ποίηση: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Γρηγόρης Μπιθικώτσης

Να 'χα τ' αθάνατο νερό
ψυχή καινούργια να 'χα
να σου 'δινα να ξύπναγες
για μια στιγμή μονάχα

Να δεις να πεις να το χαρείς
ακέραιο τ' όνειρό σου
να στέκεται ολοζώντανο
κοντά σου, στο πλευρό σου

Βροντάνε στράτες κι αγορές
μπαλκόνια και σοκάκια
και σου μαδάμε οι κορασιές
λουλούδια στα μαλλάκια

Με τα χεράκια σου τα δυο
τα χιλιοχαϊδεμένα
όλη τη γης αγκάλιαζα
κι όλα ήτανε για μένα

Από το έργο τού Μίκη Θεοδωράκη «Επιτάφιος» (1964) σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου

Τετάρτη 29 Απριλίου 2009

Έτσι μικρό ήταν τ' όνειρό μας


Έτσι μικρό ήταν τ' όνειρό μας


Στίχοι: Γιάννης Ρίτσος
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Μαρία Φαραντούρη & Χορωδία Τερψιχόρης Παπαστεφάνου ( Ντουέτο )


Έτσι μικρό ήταν τ' όνειρό μας.
Μα τούτο τ' όνειρο ήταν τ' όνειρο
όλων των πεινασμένων και των αδικημένων.

Κι οι πεινασμένοι ήταν πολλοί
κι οι αδικημένοι ήταν πολλοί
και τ' όνειρο μεγάλωνε σιγά-σιγά.

Μεγάλωνε πάντοτε
το ίδιο στρογγυλό σαν το ψωμί
και το ίδιο στρογγυλό και σαν τον ήλιο
και το ίδιο στρογγυλό και σαν τη γη
και το ίδιο στρογγυλό σαν τον ορίζοντα.

Ετούτο τ' όνειρο των πεινασμένων,
τ' όνειρο των αδικημένων
όλου του κόσμου.

Αναμετάδοση

αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ' τα ξένα βήματα




Στίχοι από σκισμένα ποιήματα...

λέει η Αγγελική Κώττη στο πρώτο της βιβλίο για τον Γιάννη Ρίτσο, σελ. 84 απ' τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, ''Γιάννης Ρίτσος - Ένα σχεδίασμα βιογραφίας".
(Τώρα βγήκε δεύτερη έκδοση αναθεωρημένη, την οποία δεν πρόλαβα να πάρω ακόμα.)

Όταν μένεις πλάι μου
ξεχνώ να τραγουδήσω.
Όταν τραγουδώ
ξεχνώ να σε φιλήσω.
Δεν ξεχνώ. Τραγουδώ
για να μη σε φιλήσω.

Απορία: Και έσκισε αυτό το ποίημα;

Αναμετάδοση

Αν άφεση δεν είναι η ποίηση, - ψιθύρισε μόνος του - τότε, από πουθενά μην περιμένουμε έλεος

Όταν "συναντιούνται" οι ποιητές
Γιάννης Ρίτσος - Κωνσταντίνος Καβάφης - Μαρία Πολυδούρη

Το μαύρο, σκαλιστό γραφείο, τα δυο ασημένια κηροπήγια,
η κόκκινη πίπα του. Κάθεται, αόρατος σχεδόν, στην πολυθρόνα,
έχοντας πάντα το παράθυρο στη ράχη του. Πίσω από τα γυαλιά του,
πελώρια και περίσκεπτα, παρατηρεί το συνομιλητή του,
στ’ άπλετο φως, αυτός κρυμμένος μες στις λέξεις του,
μέσα στην ιστορία, σε πρόσωπα δικά του, απόμακρα, άτρωτα,
παγιδεύοντας την προσοχή των άλλων στις λεπτές ανταύγειες
ενός σαπφείρου που φορεί στο δάχτυλό του, κι όλος έτοιμος
γεύεται τις εκφράσεις τους, την ώρα που οι ανόητοι έφηβοι
υγραίνουν με τη γλώσσα τους θαυμαστικά τα χείλη τους. Κι
εκείνος
πανούργος, αδηφάγος, σαρκικός, ο μέγας αναμάρτητος,
ανάμεσα στο ναι και στο όχι, στην επιθυμία και τη μετάνοια,
σαν ζυγαριά στο χέρι του θεού ταλαντεύεται ολόκληρος,
ενώ το φως του παραθύρου πίσω απ’ το κεφάλι του
τοποθετεί ένα στέφανο συγγνώμης κι αγιοσύνης.
«Αν άφεση δεν είναι η ποίηση, - ψιθύρισε μόνος του –
τότε, από πουθενά μην περιμένουμε έλεος.»
Γιάννη Ρίτσου, Ο χώρος του ποιητή, από τα 12 ποιήματα για τον Καβάφη
Ο Καβάφης πέθανε στις 29 Απριλίου 1933.

Στις 29 Απριλίου του 1930 πεθαίνει η Μαρία Πολυδούρη, σε ηλικία 28 χρονών.

...Αστραποβολούσε από ομορφιά, γλιστρούσε σα φως, τραγουδούσε μαγευτικά, και σε καθήλωνε όσο μιλούσε, καθώς η φωνή της διατηρούσε τη μελωδικότητα μιας σβήνουσας νότας. Οι τέλειες γραμμές του προσώπου της καταλήγανε σ' ένα μεγάλο φωτεινό μέτωπο και στον πιο ωραίο, τον πιο εκφραστικό λαιμό. Τα χέρια της τελειώνανε σε ολόλευκα και ήρεμα μακριά δάχτυλα. Το βάδισμά της δεν το άκουες. Δεν ήξερε το θόρυβο. Και τα χείλη της είχανεμια ανάγλυφη προέχταση, πάντα διψασμένη. Ένας παναισθησιακός τύπος, να τι ήταν η Μαρία Πολυδούρη. Αγαπούσε όλα τα στοιχεία, όλες τις εκδηλώσεις της ζωής από τις πιο χαρούμενες και θορυβώδεις ως τις πιο μυστικιστικές κι ανείπωτες.(....) Η Μαρία δραπετεύει από παντού. Από το σπίτι της, από τον έρωτα, από τη δουλειά της, από την Ελλάδα, από τα νοσοκομεία, από την παραδοσιακή ποίηση κι από την ίδια τη ζωή.
Υπερτιμά τις δυνάμεις της, γιατί δεν τις διαχωρίζει από τις ανησυχίες της που 'ναι ακατάλυτες. Ενώ η ίδια αισθάνεται πως ζει πολύ σοβαρά και με πάθος, εμείς, παρακολουθώντας τη ζωή της, έχομε την εντύπωση ότι παίζει, διασκεδάζει, βαριέται και φεύγει. Μα έτσι ή αλλιώς ζει όμορφα. Γιατί η ζωή της Πολυδούρη έχει τον ίδιο λυρισμό και το ίδιο πάθος που έχει και η ποίησή της. Και η ποίησή της πάλι, έχει τη σφραγίδα της ανυποταξίας ή αν θέλετε, της αναρχικότητας που 'χει η ζωή της. Και δραπετεύει από τη ζωή με την ίδια γενναιότητα που ζει. (.....)
Με τον Καρυωτάτη γνωρίζεται τον Απρίλη του 1922. Αυτός ο νέος που τίποτα δεν του αρέσει, θα συνεννοηθεί τέλεια μ' αυτήν την άπληστη που τίποτα δεν τη χορταίνει.
video
(....) Αλλά αν ο Καρυωτάκης πιστεύει πως η θέση του είναι στο πεθαμένο του βασίλειο, η Πολυδούρη αντίθετα θα επιμείνει με μια λυσσασμένη μανία για έναν κόσμο που δεν μπορεί παρά να 'ρθει, αφού υπάρχει κιόλας μέσα της. Και πιστεύει, πολύ σωστά, πως για να γίνει ένα σύνολο, μια κοινωνία και γενικά ένας κόσμος καλύτερος, πρέπει να ξεκινήσουμε από τον εαυτό μας. Πώς να μην συγκλονιστεί λοιπόν ο Καρυωτάκης - που γεννήθηκε νικημένος - από μια γυναίκα που 'βαλε σε δοκιμασία την υποκρισία, τη βλακεία και την ανηθικότητα της εποχής της με μόνη τη λεβεντιά της να 'ναι ειλικρινής και γνήσια;
(Λιλή Ζωγράφου, Κώστας Καρυωτάκης Μαρία Πολυδούρη και η αρχή της αμφισβήτησης, εκδόσεις Παπαζήση)
Στη Σωτηρία, το 1928, γνωρίζεται λίγο με το Ρίτσο και του αφιερώνει το ποίημα «Θυσία».

Αναμετάδοση

Θέμα: Εαρινή συμφωνία..

Χαρά χαρά.
Δε μας νοιάζει
τι θ’ αφήσει το φιλί μας
μέσα στο χρόνο και στο τραγούδι.
Αγγίξαμε
το μέγα άσκοπο
που δε ζητά το σκοπό του.
Ο Θεός
πραγματοποιεί τον εαυτό του
στο φιλί μας.
Περήφανοι εκτελούμε
την εντολή του απείρου.
‘Ένα μικρό παράθυρο
βλέπει τον κόσμο.
‘Ένα σπουργίτι λέει
τον ουρανό.
Σώπα.
Στην κόγχη των χειλιών μας
εδρεύει το απόλυτο.
Σωπαίνουμε κι ακούμε
μες στο γαλάζιο βράδυ
την ανάσα της θάλασσας
καθώς το στήθος κοριτσιού ευτυχισμένου
που δε μπορεί να χωρέσει
την ευτυχία του.
‘Ένα άστρο έπεσε.
Είδες;
Σιωπή.
Κλείσε τα μάτια.

Γιάννης. Ρίτσος - "Εαρινή Συμφωνία" - XVI (Απόσπασμα)

Τάκης Τσαντήλας είπε...
"Μη με καλέσεις ακόμη.
Ας παρατείνουμε
αυτές τις ώρες τις θαμπές
τις υπερπληρωμένες
που δυο κόσμοιανταμώνονται
που δυο βαθιές φωνές
ζυγιάζονται
πάνω σε μια χορδή αργυρή
και μια σταγόνα δρόσου
σκιρτά και ταλαντεύεται
στ' άνθος της νύχτας."
Από την "Εαρινή συμφωνία" του μεγάλου κι αγαπημένου Ποιητή..

Αναμετάδοση

Και ο ΜΕΓΑΛΟΣ, Γιάννης Ρίτσος!


Aχ, θα φυσήξει μια να πάρει σβάρνα τις πορτοκαλιές της θύμησης


Aχ, θα φυσήξει δυο να βγάλει σπίθα η σιδερένια πέτρα σαν καψούλι


Aχ, θα φυσήξει τρεις και θα τρελλάνει τα ελατόδασα στη Λιάκουρα


θα δώσει μια με τη γροθιά του να τινάξει την τυράγνια στον αγέρα


και θα τραβήξει της αρκούδας νύχτας το χαλκά να μας χορέψει τσάμικο


καταμεσίς στην τάπια


και ντέφι το φεγγάρι θα χτυπάει που να γεμίσουν τα νησιώτικα μπαλκόνια


αγουροξυπνημένο παιδολόι και σουλιώτισσες μανάδες.


Ένας μαντατοφόρος φτάνει απ' τη Mεγάλη Λαγκαδιά κάθε πρωινό


στο πρόσωπό του λάμπει ο ιδρωμένος ήλιος


κάτου από τη μασκάλη του κρατεί σφιχτά τη ρωμιοσύνη


όπως κρατάει ο εργάτης την τραγιάσκα του μέσα στην εκκλησία.


Ήρθε η ώρα, λέει. Nάμαστε έτοιμοι.


Kάθε ώρα είναι η δικιά μας ώρα.


Γιάννης Ρίτσος


περισσότερα, εκεί.

Τρίτη 28 Απριλίου 2009

Αναμετάδοση

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ - ΕΛΛΗ ΑΛΕΞΙΟΥ. ΔΥΟ ΖΩΕΣ ΣΤΟΝ ΙΔΙΟ ΑΓΩΝΑ

Εξώφυλλο του Πασχάλη Αγγελίδη για το περιοδικό Νέα Σύνορα

Η Αγγελική Κώττη, η γνωστή μπλόγγερ ως Εαρινή Συμφωνία ,με ένα ευγενικό e-mail που μου έστειλε, μου υπενθύμισε ότι το 2009 έχει κηρυχθεί Ετος Ρίτσου.
Η 1η Μαϊου, ημέρα που ο ίδιος είχε κρατήσει ως ημερομηνία γέννησης (1/14 Μαϊου 1909) είναι μια ευκαιρία να τον θυμηθούμε από τα ιστολόγια μας αυτήν την εβδομάδα.
Όπως διάβασα εδώ το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ) ανέλαβε τον επιτελικό σχεδιασμό καθώς και το συντονισμό των επετειακών δράσεων και εκδηλώσεων για τον εορτασμό του. Για το σκοπό αυτό το ΕΚΕΒΙ συγκρότησε οργανωτική επιτροπή με πρόεδρο την κ. Χρύσα Προκοπάκη, φιλόλογο-συγγραφέα και μέλη τους κ.κ. Κατρίν Βελισσάρη, Δ/ντρια ΕΚΕΒΙ, Γιώργη Γιατρομανωλάκη, καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών-συγγραφέα, Ηλία Κεφάλα, ποιητή, Αγγελική Κώττη, δημοσιογράφο - συγγραφέα, Νινέττα Μακρυνικόλα, βιβλιογράφο, Πέτρο Μάρκαρη, συγγραφέα - Πρόεδρο ΕΚΕΒΙ και Μίλτο Πεχλιβάνο, καθηγητή ΑΠΘ-Freie Universität Μονάχου.
Το e-mail αυτό ήρθε την κατάλληλη στιγμή γιατί μόλις πριν από λίγες μέρες είχα σκανάρει δυο αφίσες, που δεν θυμάμαι πότε και πως τις είχα αποκτήσει, για να τις κάνω ποστ.
Η μία είναι ένα σκίτσο της Έλλης Αλεξίου και η άλλη ένα ποίημα του Ρίτσου για την Έλλη του 1978 όταν η Αλεξίου ήταν 84 χρονών.
Το ποίημα είναι γραμμένο με την χαρακτηριστική καλλιγραφία του Γιάννη Ρίτσου που ομορφαίνει αισθητικά ακόμα περισσότερο το νόημα των στίχων.
Δεν νομίζω ότι υπάρχει μεγαλύτερη αναγνώριση για την Αλεξίου πρώτα σαν άνθρωπο και μετά σαν λογοτέχνη από το να μιλά για αυτήν με τόση τρυφερότητα και αγάπη ένας ποιητής του μεγέθους του Ρίτσου.


ΓΙΑ ΕΥΚΟΛΟΤΕΡΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΠΑΝΩ ΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΓΙΑ ΝΑ ΜΕΓΑΛΩΣΕΙ
.
Οι δύο αυτές μορφές των γραμμάτων μας, παρά τα 15 χρόνια που είχαν διαφορά στην ηλικία, (η Αλεξίου γεννήθηκε το 1894 και ο Ρίτσος το 1909) είχαν μια σχεδόν παράλληλη πορεία στην ζωή τους στους αγώνες και τις διώξεις για τα πιστεύω τους.
Όταν τους χάσαμε, σχεδόν μαζί, μέσα σε δύο χρόνια , είχαν πια κατακτήσει και οι δύο μια γενικότερη καταξίωση στην χώρα μας μαζί με την αγάπη όλου του κόσμου.(πρώτη έφυγε η Αλεξίου το 1988 και μετά το 1990 ο Ρίτσος)
Ο Ρίτσος και η Αλεξίου, περίπου το ίδιο διάστημα προπολεμικά ,έρχονται σε επαφή με τις επαναστατικές τότε ιδέες του κομμουνισμού .
Ο Ρίτσος στο σανατόριο "Σωτηρία" όπου νοσηλεύεται (1927-30) μυείται στον μαρξισμό από μέλη του ΚΚΕ. Το «ιδανικό όραμα» ανακαλύπτει το κοινωνικό όραμα.
Το 1934 έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας και άρχισε να γράφει στο «Ριζοσπάστη» με το ψευδώνυμο Ι. Σοστίρ.
Η Αλεξίου είναι ήδη μέλος του κόμματος από το 1928.
Το 1934 ιδρύεται η Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και η Έλλη Αλεξίου είναι από τα πρώτα μέλη της.
Το 1937 ο Ρίτσος μόλις 28 χρονών, έχει ήδη εκδώσει το «Τρακτέρ» (1934) και τις «Πυραμίδες» (1935), ενώ στο «Τραγούδι της αδελφής μου» θα εκφράσει τα συναισθήματα που του προκαλεί η ασθένεια της αδελφής του Λούλας που αναγκάζεται να εγκλειστεί στο Δαφνί, όπου από το 1932 βρίσκεται ήδη ο πατέρας του . Η συλλογή κυκλοφορεί στις 20 Ιουλίου του 1937 και ο Κωστής Παλαμάς χαιρετίζει την έκδοση μ’ ένα τετράστιχο που καταλήγει «Παραμερίζουμε, ποιητή, για να περάσεις».
Ταυτόχρονα ο Ρίτσος γίνεται μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών με πρόταση που υπογράφουν η Γαλάτεια Καζαντζάκη, η Έλλη Αλεξίου και η Σοφία Μαυροειδή – Παπαδάκη.
Ήδη μέσα σε δύο μέρες το 1936 έχει γράψει τον Επιτάφιο.
Στην κατοχή ,αν και κατάκοιτος προσχωρεί στο ΕΑΜ, όπου η Αλεξίου και αυτή ως μέλος του ΕΑΜ Λογοτεχνών έχει αναλάβει τα σχολικά συσσίτια στην Καλλιθέα .
Μετά το 1945 οι δρόμοι τους χωρίζουν, γιατί η Έλλη φεύγει για σπουδές στην Σορβόνη, της αφαιρείται η ελληνική ιθαγένεια και μπόρεσε να επιστρέψει στην Ελλάδα μόλις το 1962, με εξαήμερη άδεια ,προκειμένου να παρευρεθεί στην κηδεία της αδελφής της Γαλάτειας Καζαντζάκη, αλλά παρατείνει την παραμονή της .
Το 1965 επανακτά την ελληνική ιθαγένεια. Το Μάρτιο του 1966 συνελήφθη και φυλακίστηκε στις φυλακές Αβέρωφ, σε εκτέλεση εντάλματος το οποίο εκκρεμούσε από το 1952 για "αντεθνική δράση και προπαγάνδα". Τελικώς απαλλάσσεται από την κατηγορία, ύστερα από την μεγάλη αντίδραση της κοινής γνώμης. Με την επιβολή της δικτατορίας απαγορεύονται τα βιβλία της και διατάσσεται να ζει υπό περιορισμό στο διαμέρισμά της.
Ήταν πλέον 72 ετών και προφανώς η χούντα δεν θεωρούσε ότι αποτελεί κίνδυνο για το καθεστώς.
Αντίθετα ο Ρίτσος ,ως νεώτερος, γνώρισε ακόμα και τις εξορίες της χούντας μέχρι το 1970 .
Η Αλεξίου λόγω της τεράστιας εκπαιδευτικής και λογοτεχνικής προσφοράς της καλείται μετά τον πόλεμο και συμμετέχει σε τρία Διεθνή Συνέδρια Ειρήνης, στο Α' και Β' Συνέδριο της Ειρήνης, στο Παρίσι (1947) και την Βαρσοβία (1950) αντίστοιχα, ενώ στις 6 Αυγούστου 1948 συμμετέχει με τον Πέτρο Κόκκαλη και άλλους Ελληνες διανοουμένους - αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης στο Βρότσλαβ της Πολωνίας στο πρώτο Παγκόσμιο Συνέδριο διανοουμένων για την ειρήνη.
Η Ελλάδα όμως γι' αυτό την τιμωρεί.
Το 1952 ,όπως προαναφέρθηκε ,δικάζεται ερήμην και εκδίδεται παραπεμπτικό βούλευμα και ένταλμα σύλληψής της.
Τα συνέδρια όμως αυτά στο εξωτερικό με την συμμέτοχή της Αλεξίου οδηγούν έστω και με καθυστέρηση στις 15 Μάη του 1955 στην Ελλάδα στην ίδρυση της Ελληνικής Επιτροπής για τη Διεθνή Υφεση και Ειρήνη και στην επανασύνδεση για τον ίδιο κοινό αγώνα της Έλλης και του Ρίτσου.
Την ιδρυτική διακήρυξη της Επιτροπής την υπογράφουν 77 προσωπικότητες της δημόσιας ζωής (πρώην υπουργοί, βουλευτές, άνθρωποι των γραμμάτων, της τέχνης συνδικαλιστές κ.α.) όπως οι: Ανδρέας Ζάκκας, πρώην υπουργός , ιδρυτικό μέλος και πρώτος πρόεδρος της ΕΕΔΥΕ, ο ακαδημαϊκός Νίκος Βέης, οι καθηγητές πανεπιστημίου Γ. Ιμβριώτης, Χρήστος Θεοδωρίδης και Κώστας Τζούνης, οι ποιητές-συγγραφείς Γιάννης Ρίτσος, Νικηφόρος Βρεττάκος, Κώστας Βάρναλης, Τάσος Λειβαδίτης, Δημήτρης Φωτιάδης, Μάρκος Αυγέρης, Άγης Θέρος, Γιάννης Κορδάτος, Γαλάτεια Καζαντζάκη. Οι καλλιτέχνες Μάνος Κατράκης, Βασίλης Διαμαντόπουλος, Μελίνα Μερκούρη. Οι βουλευτές Βουλοδήμος, Ελευθεριάδης, Ζανής, Ζορμπάς, Θεοχαρίδης, Βασαρδάνης, Κόρακας, Κοθρής, Παπασπύρου, Πέτσος, Ριζιώτης, Τζατζάνης.
Στις 24 Ιούνη του 1962, πραγματοποιείται στο θέατρο «ΠΟΡΕΙΑ» το Α' Εθνικό Συνέδριο της ΕΕΔΥΕ για την ειρήνη και τον αφοπλισμό.
Εκτός από την Έλλη Αλεξίου και τον Γιάννη Ρίτσο στο επίτιμο προεδρείο μεταξύ άλλων συμμετέχουν ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ποιητής - ακαδημαϊκός., ο Γιάννης Γάλλος, επίτιμος δήμαρχος Καλλιθέας., ή Βούλα Δαμιανάκου, συγγραφέας ,ο Κώστας Δεσποτόπουλος , ακαδημαϊκός., ο Ειρηναίος , Μητροπολίτης Κισσάμου και Σελίνου,ο Μίκης Θεοδωράκης, η Αλέκα Κατσέλη, ηθοποιός., ο Κώστας Μαλάμος, ζωγράφος., η Αθηνά Παναγούλη, πρόεδρος ΠΕΜΕ., η Διδώ Σωτηρίου, συγγραφέας., ο Δημήτρης Φωτιάδης, ιστορικός-συγγραφέας.
Μετά την χούντα ο Ρίτσος και η Αλεξίου μίλησαν σε πολλές εκδηλώσεις μαζί και μπορείτε να δείτε φωτογραφία τους όπως και την αφίσα με το ποίημα του Ρίτσου για την Έλλη που δημοσιεύω, στο κεφάλαιο 8 από την εκπομπή της ΕΡΤ Μονόγραμμα που γυρίστηκε όταν η Αλεξίου ήταν 90 χρονών.
Την Αλεξίου είχα την τύχη να την συναντήσω στο πατρικό μου, ένα χρόνο πριν να πεθάνει. Την είχε καλέσει για τσάι ένα απόγευμα η μητέρα μου που την γνώριζε, όπως και τον αδελφό της Λευτέρη από παλιά, κατά πάσα πιθανότητα μέσω της Σοφίας Μαυροειδή Παπαδάκη η οποία της έκανε προπολεμικά μαθήματα στο σπίτι . Η μητέρα μου, επειδή την θεωρούσαν φιλάσθενη σαν παιδί, εκτός από τις δύο τελευταίες τάξεις του τότε Λυκείου που πήγε σε σχολείο, ήταν κατ΄οίκον διδαχθείσα.
Ήμουνα πολύ μικρός όταν με την μητέρα μου στο Ηράκλειο της Κρήτης είχαμε επισκεφτεί τον αδελφό της Αλεξίου αλλά το μόνο που θυμάμαι ήταν τον θαυμασμό που είχε από τότε για αυτόν και για όλη της παρέα της Γαλάτειας.
Η Αλεξίου ήρθε στο σπίτι μαζί με μια νεαρή κοπέλα φιλόλογο, που ήταν γραμματέας της. Ήταν μια μοναδική εμπειρία να ακούς να μιλάει ένα τόσο καλλιεργημένο, αισιόδοξο,νεανικό και δροσερό άτομο 93 ετών και να σε κάνει να κρέμεσαι από τα χείλια του!
Δυστυχώς τον Ρίτσο δεν είχα την τύχη να τον γνωρίσω προσωπικά αλλά μου έχει μείνει χαραγμένη ανεξίτηλα στην μνήμη μου μια εικόνα του που δεν μπορώ όμως πια να την τοποθετήσω ούτε σε τόπο και ούτε σε χρόνο.
Τον θυμάμαι σε κάποια πορεία να περπατάει ευθυτενής και περήφανος, μόνος του, και γύρω από αυτόν και σε κάποια απόσταση νέα παιδιά πιασμένα χέρι-χέρι να σχηματίζουν ένα μεγάλο τετράγωνο για να τον προστατέψουν από το πλήθος.
Ο σεβασμός που υπήρχε στα μάτια αυτών των παιδιών για τον ποιητή, όπως και η ευρύτερη αναγνώριση του έργου του τελικά ακόμα και από τους αντιπάλους του, νομίζω ότι ήταν και η μεγαλύτερη ικανοποίηση που πρόλαβε να πάρει από αυτή την τόσο ταλαιπωρημένη ζωή που πέρασε.


Αναμετάδοση

Σονάτα του σεληνόφωτος

Αναμετάδοση

«Του λέω: Για μας είστε ένας Θεός»

«Του λέω για μας είστε ένας Θεός. Του έκανε μεγάλη ευχαρίστηση. Μου λέει δεν το περίμενα».

Με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Γιάννη Ρίτσου (Πρωτομαγιά του 1909), ο Μίκης Θεοδωράκης μιλά για τον λατρεμένο φίλο του και την ανεκτίμητη σχέση τους.

Η τέχνη του ποιητή και η τέχνη του συνθέτη συναντήθηκαν πολλές φορές κάτω από δύσκολες συνθήκες. Η φιλία τους, μια από τις δυνατότερες σχέσεις ζωής και για τους δυο τους, δενόταν ακόμα πιο σφικτά κάθε φορά που η πατρίδα περνούσε δοκιμασίες.
Πρώτος ο Μίκης, έφηβος στην Τρίπολη, ανακάλυψε την ποίηση του Ρίτσου.

«Ένα μεσημέρι του 1942 με παίρνει ένας από τους φίλους και μου λέει ότι ανακάλυψε έναν ποιητή, τον Γιάννη Ρίτσο. Είναι καταπληκτικός. Λέω διάβασε να ακούσω. Και μου διαβάζει απνευστί όλη την «Εαρινή Συμφωνία» από το τηλέφωνο. Του λέω έλα εδώ. Το λέμε και στην άλλη παρέα, πέντε-έξι ήμασταν, έρχονται σπίτι μου και ξανά ανάγνωση. Το μάθαμε απέξω και ψάχναμε και για άλλα του Ρίτσου. Βρήκαμε «Το Τραγούδι της αδερφής μου», για το οποίο ο Παλαμάς είχε πει να παραμερίσουμε για να περάσεις και τρελαθήκαμε. Μετά, το «Εμβατήριο του Ωκεανού».

Μάιος 1958: Ο Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος βρίσκεται στο Παρίσι, μελοποιεί τον "Επιτάφιο" του Γιάννη Ρίτσου.
1966: Μελοποίηση της "Ρωμιοσύνης", που του την είχαν στείλει σύζυγοι πολιτικών κρατουμένων, για να τη μελοποιήσει. Και στα δύο έργα, η μελοποίηση γίνεται απνευστί.

Μέσα στο 1966, η «Ρωμιοσύνη» παρουσιάζεται στο γήπεδο της ΑΕΚ, στη Νέα Φιλαδέλφεια - είναι η πρώτη λαϊκή συναυλία σε γήπεδο. Ο ποιητής και ο συνθέτης, με τις συζύγους τους, βρίσκονται σε έναν άδειο χώρο. Το «κράτος» έχει σταματήσει τους συρμούς του τρένου εγκλωβίζοντας τον κόσμο μέσα στις σήραγγες. «Βλέπαμε απέξω γυναίκες με μαύρα, αγωνιστών που περίμεναν στα καφενεία για να μπούνε μέσα. Μπαίνουμε, πάνω-κάτω στ’ αποδυτήρια, βγαίνουμε να δούμε, στο στάδιο 100- 200 άνθρωποι. Περνάει η ώρα, ακούμε φασαρία, ξαναβγαίνω, είχαν γίνει 500. Ξαναβγαίνουμε, 800. Περιμέναμε 20.000. [...] "Είκοσι χιλιάδες ήρθανε. Λες και έγινε θαύμα".

Ηταν μεγάλος ποιητής, ήταν αγνός άνθρωπος, ήταν ειλικρινής αγωνιστής. Ο «Επιτάφιος», η «Ρωμιοσύνη», «Οι γειτονιές του κόσμου», «Η έβδομη συμφωνία» (εαρινή) είναι ακριβώς οι πυλώνες στη γέφυρα της δημιουργίας μου. Είναι μεγάλη υπόθεση να έχεις να κάνεις με ένα μεγάλο ποιητή. Ο οποίος να είναι και ομοϊδεάτης 100%. Που θαυμάζεις από κάθε άποψη. Και την ανθρώπινη, και την κομματική, και την ιδεολογική.

Άρθρο της Αγγελικής Κώττη στο ΕΘΝΟΣONLINE


Στο αρχείο του Μίκη Θεοδωράκη υπάρχει βίντεο με αφήγηση για τη σχέση πολιτικής και Επιταφίου καθώς και ανταπόκριση της "Αυγής" από την πρώτη δημόσια παρουσίαση του κύκλου των τραγουδιών της Ρωμιοσύνης.
Μιλώντας ο Γιάννης Ρίτσος για τη μουσική σύνθεση της "Ρωμιοσύνης" αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι αυτό που αυθόρμητα ανέβηκε στα χείλη του στο πρώτο άκουσμα της σύνθεσης είναι ότι η "Ρωμιοσύνη" του Θεοδωράκη είναι ένα έξοχο, ένα μεγάλο έργο, με εντελώς ιδιαίτερη σημασία για τον μουσικό μας βίο και για ολόκληρο το νεοελληνικό πολιτισμό.
Ο ίδιος ο Μίκης λέει: Στη γιορτή των Φώτων στα 1966, κάποιο άγνωστο χέρι τοποθέτησε το χειρόγραφο του Ρίτσου πάνω στο αναλόγιο του πιάνου μου, στη Νέα Σμύρνη. [...] Είχαν προηγηθεί συγκρούσεις με την αστυνομία. Ο άγριος ξυλοδαρμός και η κακοποίησή μου, γεγονότα που με επηρέασαν βαθειά. Τόσο που, μόλις διάβασα τον πρώτο στίχο "Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό..." κάθισα, όπως ήμουν λερωμένος με λάσπη και αίματα και συνέθεσα μονορούφι τη Ρωμιοσύνη" (απόσπασμα από δημοσίευση στο περιοδικό Ελίτροχος, 1995).

Αναμετάδοση

...Κι εσύ να λείπεις.. (Γ. Ρίτσος)


Κι εσύ να λείπεις....

Σκέψου η ζωή να τραβάει το δρόμο της,
και συ να λείπεις,

να 'ρχονται οι Άνοιξες με πολλά διάπλατα παράθυρα,
και συ να λείπεις,

να 'ρχονται τα κορίτσια στα παγκάκια του κήπου με χρωματιστά φορέματα,
και συ να λείπεις,

οι νέοι να κολυμπάνε το μεσημέρι,
και συ να λείπεις,

Ενα ανθισμένο δέντρο να σκύβει στο νερό,
πολλές σημαίες ν' ανεμίζουν στα μπαλκόνια,
και συ να λείπεις,

Κι ύστερα ένα κλειδί να στρίβει
η κάμαρα να 'ναι σκοτεινή,
δυο στόματα να φιλιούνται στον ίσκιο,
και συ να λείπεις,

Σκέψου δυο χέρια να σφίγγονται,
και σένανε να σου λείπουν τα χέρια,
δυο κορμιά να παίρνονται,
και συ να κοιμάσαι κάτου απ' το χώμα,
και τα κουμπιά του σακακιού σου ν' αντέχουν πιότερο από σένα
κάτου απ' το χώμα,
κι η σφαίρα η σφηνωμένη στην καρδιά σου να μη λιώνει

Οταν η καρδιά σου,
που τόσο αγάπησε τον κόσμο,
θα 'χει λιώσει.

Να λείπεις- δεν είναι τίποτα να λείπεις.
Αν έχεις λείψει για ό,τι πρέπει,
θα 'σαι για πάντα μέσα σ' όλα εκείνα που γι' αυτά έχεις λείψει,
θα 'σαι για πάντα μέσα σ' όλο τον κόσμο...
Γ. Ρίτσος

Με αφορμή το Έτος Ρίτσου, επέλεξα σήμερα ένα από τα πολύ αγαπημένα μου ποιήματα του ποιητή...

Η Αγγελική Κώττη ή αλλιώς Εαρινή Συμφωνία, συγγραφέας και βιογράφος του Ρίτσου, κάλεσε όσους bloggers επιθυμούν, από σήμερα έως και το τέλος της εβδομάδας, να κάνουν μια συμβολική ανάρτηση αφιερωμένη στον Γιάννη Ρίτσο.
Ως τιμή για την ημέρα που ο ίδιος είχε κρατήσει ως ημερομηνία γέννησης του (1/14 Μαΐου 1909).
Την ευχαριστώ πολύ για την τιμή της πρόσκλησης. Εύχομαι να ακολουθήσουν αρκετοί bloggers την προτροπή της.
Θα είναι υπέροχο τις επόμενες ημέρες να γεμίσει το διαδίκτυο με αναφορές στην ποίηση του Ρίτσου..

Αναμετάδοση

Να με θυμόσαστε - είπε


efhmerida irini_livanou6953
Την ανάρτηση αυτή την οφείλω στην Ευαγγελία Στάμου, χωρίς τις πολύτιμες οδηγίες της οποίας δεν θα μπορούσα να την κάνω.
Σε ευχαριστώ πολύ, Ευαγγελία και συχώρα μου τις κάποιες αδυναμίες.

Αναμετάδοση

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ.100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ



της Λουκίας Μοναστηριώτου



«Το ποίημά σου το πικρό, το ζουν ιχώρ κι αιθέρας,
Καθάριος όρθρος της αυγής , μηνάει το φως της μέρας.
Σε μια φρικίαση τραγική χαμογελάει μιας πλάσης
Ρυθμός . Παραμερίζουμε, ποιητή, για να περάσεις».

Μ’ αυτό το τετράστιχο το 1937 ο Κωστής Παλαμάς χαιρέτησε το Γιάννη Ρίτσο και με τρόπο τόσο συγκινητικά ανεπανάληπτο για έναν νέο ποιητή, από έναν ήδη πνευματικό ηγέτη της εποχής, «Παραμερίζουμε ποιητή για να περάσεις».


Ο Γιάννης Ρίτσος από τότε και μέχρι τα τελευταία χρόνια πριν το θάνατό του, παρακολούθησε την πορεία του τόπου του και του λαού του συγχρονίζοντας το βήμα του κι έμεινε όρθιος, αλύγιστος και ασυμβίβαστος.
Η ποίησή του πέρασε από νωρίς πέρα από τα καθιερωμένα σχήματα που χρησιμοποίησαν και τραγούδησαν οι προγενέστεροι. Από τη νεότητά του ανακάλυψε τη φιλοσοφία του διαλεκτικού υλισμού που του στάθηκε σημαντικός συντελεστής, αφού γονιμοποίησε νέα μορφολογικά στοιχεία και νέες ιδέες που τις μετουσίωσε στην τέχνη του.

Ανέβασε την τέχνη και τον ποιητικό προβληματισμό σε νέες περιοχές και όχι μόνο στον ελληνικό χώρο αλλά το όνομά του πήρε θέση και παραλληλίζεται με τα μεγάλα ονόματα της ποίησης, σε όλο τον κόσμο στη σύγχρονη εποχή.

Έδωσε στην τέχνη νέο ρίγος, νέο ρυθμό και μιαν άλλη αποστολή. Τραγούδησε τη σύγχρονη ζωή, αφού αποδέχθηκε τις προηγούμενες αξίες, τις αναπαράστησε, τις τροποποίησε και δημιούργησε νέες, που τις επέβαλε στην πνευματική ζωή του τόπου και απ’ αυτό αναδείχτηκε σαν ένας που προηγείται και κατευθύνει την εποχή του.
Ο Ρίτσος ενσωματώθηκε με το εργατικό στοιχείο και με όλες τις λαϊκές ζωντανές παραδόσεις ,όπως θρύλοι και ηρωισμοί, αρχαίος πνευματικός πολιτισμός, ήχοι από το δημοτικό τραγούδι και φιλολογική κληρονομιά, που έμειναν ζωντανά στη φαντασία του λαού.
Πάνω απ’ όλα όμως υπήρξε ο αδιάψευστος μάρτυρας της δικής του εποχής. Συνταιριάζοντας τα βήματά του με το λαϊκό κίνημα, βίωσε και περιέγραψε τις περιπέτειες της Ελλάδας τις περισσότερες από τις 10ετίες του περασμένου αιώνα.

«Με επηρέασαν τα πάντα…Γιατί όπως κάθε καλλιτέχνης, έτσι κι εγώ, είχα μια τεράστια αδηφαγία. Ο ποιητής είναι ένας τρομερός δέκτης, τρομερά ευαίσθητος, που απορροφά δυνάμεις από παντού και το θεωρεί κάτι πολύ δικό του…Εγώ, άξαφνα, χρωστώ ευγνωμοσύνη κάποτε ακόμα και στους αντιπάλους μου, στους εχθρούς μου, που με το να με εξορίσουν, να με φυλακίσουν, έζησα πάρα πολλά πράγματα, που δε μπορούσα να διανοηθώ, που δε μπορούσε να συλλάβει η φαντασία μου.»
(Από την κουβέντα του με δημοσιογράφους του «Ριζοσπάστη»).

Πραγματικά ο Γιάννης Ρίτσος δε σώπασε ποτέ. Δεν προτίμησε τον εύκολο δρόμο του συμβιβασμού, αλλά διάλεξε το δύσβατο μονοπάτι της τόλμης και της αλήθειας. Τον αστείρευτο ποιητικό του λόγο, τον χρησιμοποίησε ενάντια στην αδικία, την βία και τον καταναγκασμό. Την παγκόσμια αναγνώρισή του δεν τη χρωστάει μόνο στο μελάνι της πένας του, αλλά την κέρδισε και μέσα από τις δοκιμασίες του. Το κράτος του σκοταδισμού απαγόρευε κι έκαιγε τα βιβλία του, αλλά του είχε αποδώσει μιαν υπέρτατη τιμή: Τον είχε στείλει ατέλειωτα χρόνια στην εξορία.

«Διψάσαμε πολύ.
Πολύ πεινάσαμε.
Πολύ πονέσαμε.
Δεν το πιστεύαμε ποτέ
Νάναι τόσο σκληροί οι άνθρωποι.
Δεν το πιστεύαμε ποτέ
Νάχει τόση αντοχή η καρδιά μας.
Μ’ ένα κομμάτι θάνατο στην τσέπη μας-αξούριστοι.
Διψάσαμε πολύ,
Δουλεύοντας ολημερίς την πέτρα.
Κάτου από τη δίψα μας
Είναι οι ρίζες του Κόσμου.


Ποιητής ήταν κι όταν δεν έγραφε αλλά παρατηρούσε τα πάντα, προσπαθώντας να αιχμαλωτίσει τη στιγμή σαν αληθινός καλλιτέχνης.

« το πιο βαρύ φορτίο είναι το φως που δεν μπορούμε να δώσουμε».


ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ


«Το αληθινό μπόι του ανθρώπου, μετριέται με το μέτρο της λευτεριάς».

Τα τραγικά γεγονότα της περιόδου 1940-1944, φέρνουν τον ποιητή στο κύριο θέμα του: στον ηρωισμό και στα βάσανα του λαού.


Η εκστρατεία του χειμώνα στην Αλβανία, όπου ένας λαός στερημένος τα πάντα, αυτοσχεδίασε την πρώτη ευρωπαϊκή νίκη κατά του φασισμού, η γερμανική επέμβαση τον Απρίλη του 1941, η Κατοχή και η Αντίσταση του Ελληνικού λαού κατά των κατακτητών και των ντόπιων συνεργατών τους, δίνουν στο Ρίτσο το υλικό για να γράψει, να συμπαρασταθεί, να υμνήσει. Το έργο του γίνεται εκμυστήρευση, ψιθύρισμα, βοή. Γίνεται υπόκωφο χρονικό του καιρού στις παρυφές των γεγονότων, που υπογραμμίζει τις σιωπές τους, τις παύσεις τους, τη σκοτεινή πορεία τους. Είναι μια αφήγηση πιο πιστή από την αφήγηση του ιστορικού στο μέτρο που μας αποκαθιστά τις μυστικές αναλογίες που συνδέουν τα διάφορα επίπεδα της ίδιας ιστορικής πραγματικότητας.

«Η τελευταία προ Ανθρώπου εκατονταετία» είναι ένα χρονικό, χωρίς προσδιορισμό τόπων και ονομάτων. Οι άνθρωποι αυτοί που μπαίνουν και βγαίνουν σαν φαντάσματα, που δε λένε ποτέ τ’ όνομά τους που περπατάνε σκυφτά, είναι αυτοί, οι μαχητές της Αλβανίας, οι πρωτοπόροι, αυτοί που σήκωσαν στους ώμους τους το βάρος της ιστορίας.


«Είχαν βαδίσει μήνες και μήνες πάνου σε άγνωστες πέτρες
Πάνου στο χιόνι μαζί με τις ελιές τους και τ’ αμπέλια τους
Άλλος άφησε κει πάνου ένα πόδι, άλλος ένα χέρι
Άλλος ένα μεγάλο κομμάτι απ’ τη ψυχή του,
Καθένας μ’ έναν ή πιότερους νεκρούς
Ύστερα γύρισαν με τις πληγές και τα κρυοπαγήματα».


Ο Ρίτσος, παίρνοντας ο ίδιος προσωπικά μέρος στις περιπέτειες της πατρίδας του και του λαού του κι έχοντας «πάντα ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής του», αποθησαύρισε όλον εκείνο τον πλούτο των βιωμάτων που εξωτερικεύτηκαν στα έργα του. Η ποιητική συλλογή «Αγρύπνια» εκφράζει όλες τις σκέψεις και τους στοχασμούς του ποιητή για την περίοδο εκείνη. Τρεις εικόνες, τρεις λέξεις κυριαρχούν στο ποίημα: εγκαρτέρηση, ηρωισμός, ελπίδα και πάνω απ’ όλα η απόφαση του λαού να νικήσει.


«Εμείς, που μας τα πήραν όλα,
Εμείς που δεν έχουμε τίποτα να φυλάξουμε
Εμείς θα φυλάξουμε την αγάπη μας
Εμείς σαν παγωμένοι φρουροί μες τη νύχτα
Θα φυλάξουμε τον κόσμο.»



Ακολουθεί η Συλλογή «Δοκιμασία», που, όπως επισημαίνει και ο τίτλος είναι το μεταίχμιο της αντοχής. Στα τελευταία ποιήματα της
«Δοκιμασίας» ο ποιητής δείχνει τη θέληση για δράση. Σύμβολο αυτής της θέλησης είναι ο Άνεμος.


«Ο άνεμος σε φωνάζει. Δε μπορείς να του ξεφύγεις
Ένα ναι ή ένα όχι. Δε χωράει ανάμεσα
Έβγα γυμνός στον άνεμο
Χρειάζεται μια πιο γερή φωνή να τον αποστομώσει
Χρειάζονται χιλιάδες σάλπιγγες μαζί
Χιλιάδες στόματα μαζί, για να τον πούνε
Αυτόν τον άνεμο.»


Η ποίηση αυτή έχει έντονο ελληνικό χρώμα και αντιπροσωπεύει τους δύο βασικούς άξονες εναρμονισμένους: το γεωγραφικό τοπίο και το ψυχικό τοπίο της εποχής , τη στιγμή που όλοι αγωνίζονται για τη Λευτεριά.

«Ζωγραφισμένοι στόχοι με λουλούδια….
……………………………………………
Ο κόσμος όλος σα φωταγωγημένο σκοπευτήριο
Την ώρα που βραδιάζει.
Συνωστισμός, φωνές, η νίκη—αρπάζουν το τουφέκι τους
Ρίχνονται στη φωτιά τραγουδώντας
Πρώτο συλλάβισμα—μια συλλαβή, δυο συλλαβές,
Μια λέξη: Λευτεριά».,,,


Οι στίχοι αυτοί είναι μια παρότρυνση γι’ αγώνα, αλλά και ο προάγγελος της νίκης. Είναι ποίηση ψυχικής ανάτασης, ακόμα κι εκεί που μιλάει για θάνατο

.....
«Ο ήλιος εκλαϊκεύει τη χαρά του, έξω από τις πόρτες.
Δεν είναι θάνατος. Δεν είναι. Είναι δικό μας το τραγούδι.
Είναι δικό μας τούτο το σπαθί
Που ξεφλουδίζει σαν καρπό τον ήλιο από τα σύγνεφα.»....




Πάρα πολλά τα ποιήματα του Ρίτσου έχουν θέμα την εποποιία της Κατοχής και την Αντίσταση. Είναι αυτός που μπόρεσε να γίνει ο υμνητής και θρηνωδός των παλικαριών της Αντίστασης, που σηκώθηκε τόσο ψηλά για να δει τις «γειτονιές του κόσμου», που απόκτησε αυτί για να ακούσει «τον πόνο του ανθρώπου», που απόκτησε μάτι για να συλλάβει τις «διαστάσεις» της ανθρώπινης μοίρας, που είχε μεγαλείο ψυχής και ιστορική μνήμη για να συλλάβει και να τραγουδήσει τη μοίρα της «Ρωμιοσύνης» και την «Αγρύπνια» για να μετράει τα χτυποκάρδια της οικουμένης.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΗΣ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗΣ

Η «Ρωμιοσύνη» γραμμένη την περίοδο 1945-1947, είναι μια μεγάλη επικολυρική σύνθεση, που μαζί με την «Κυρά των αμπελιών», εντάχθηκε στην ευρύτερη σύνθεση «Αγρύπνια».
Ουσιαστικά ο τίτλος του ποιήματος είναι αμετάφραστος. Ο ίδιος ο λαός σαν να επισκοπεί την ιστορία του, τα περασμένα και τα σημερινά, τα ήθη του, τα πιο αδρά χαρακτηριστικά της εθνικής του πείρας και ιδιοσυγκρασίας. Η λέξη αυτή έχει γράψει ιστορία παράλληλη με την εθνική και στεγάζει ό,τι πιο σημαντικό έχει κατά καιρούς ειπωθεί για την τόσο παλιά ελληνική περιπέτεια από χείλη πεπειραμένα και έγκυρα. Ο ποιητής εκφράζει και όλη την πίκρα του για τη δοκιμασία του λαού κατά τον εμφύλιο, για τις προδοσίες, τις διώξεις, τις καταστροφές, το θάνατο.

Η «Ρωμιοσύνη» είναι ένα τραγούδι σκληρό, ανελέητο, τραγούδι υπερηφάνειας κι αγάπης για την ελληνική γη. Το ποίημα συγκεντρώνεται έντονα σε μια συγκεκριμένη ιστορική κατάσταση, αλλά ξανοίγεται κατακόρυφα σε απώτερες προσεγγίσεις του ελληνικού παρελθόντος.


Η δημοτική φαντασία του Ρίτσου και η δυναμική γλώσσα, που την εκφράζει, αποκαλύπτει ένα μνημονικό χρόνο μέσα στον οποίο όλες οι «εποχές» της ελληνικής ιστορίας είναι παρούσες. Στο χρόνο αυτό τα κομμάτια του καιρού, τα θραύσματα της ελληνικής ιστορίας—η εικόνα των κλεφτών της Τουρκοκρατίας και της Επανάστασης, των Ακριτών φρουρών των Βυζαντινών συνόρων και πριν απ’ αυτούς των Ομηρικών πολεμιστών—αναδύονται μέσα από μια υποσυνείδητη φυλετική μήτρα, επιτυγχάνοντας την ταύτιση και τη συνέχεια με τη σύγχρονη εικόνα των αγωνιστών της Κατοχής και της Αντίστασης. Έτσι η «Ρωμιοσύνη» είναι η παρουσία της συνεχιζόμενης Ελληνικότητας. Είναι αναγκαία για την ίδια τη ζωή του νεότερου Έλληνα, είναι το στοιχείο, που δίχως αυτό εξ ορισμού ο «Ρωμιός» δε μπορεί να υπάρξει.
Γι’ αυτό ο σύγχρονος ναύτης «πίνει πικροθάλασσα στην κούπα του Οδυσσέα» ή οι πολεμιστές «στ’ αλώνια τα ίδια αντάμωσαν το Διγενή».Εξελικτικά σαν το ιερατικό αίσθημα του απόλυτα αναγκαίου περίγυρου που την έχει γεννήσει εμφανίζεται η μορφή της Παναγίας που «πλαγιάζει στις μυρτιές με τη φαρδιά της φούστα λεκιασμένη απ’ τα σταφύλια». Και η Ελληνίδα μάνα όταν ρωτάει ο ποιητής «πόσο θα στύψει ακόμα η μάνα την καρδιά της, πάνω απ’ τα εφτά σφαγμένα παλικάρια της».



Είναι πάλι η ίδια γυναικεία μορφή, η Παναγία, η μάνα όλες οι μητέρες, αρχαίες και νεότερες, που γνώρισαν κι αυτές τον πόνο της μυθικής Νιόβης. Κι αυτή η αρχέτυπη γυναικεία φιγούρα αποκορυφώνεται στην τρομερή επίκληση από τον ποιητή στην Κυρά να κάνει τη γη να καρπίσει. Μετά γίνεται η Γοργόνα του Μεγαλέξαντρου, η Βυζαντινή Παναγιά, που η εικόνα της έχει δύναμη να θεραπεύει. Γίνεται η Ορφική Μητέρα Γη, η πολεμόχαρη θεά Αθηνά και η «Ελευθερία» του Ύμνου του Σολωμού για να καταλήξει στην Περσεφόνη και στη Δήμητρα που μοιράζονται την ανάσταση και τη γονιμότητα της γης.


Ο Ρίτσος ήθελε να είναι ,ήταν και θα είναι (γιατί τα έργα του τον κάνουν αθάνατο) πρώτα απ’ όλα «Ρωμιός». Έτσι η «Ρωμιοσύνη» η μεγάλη του περηφάνια και αγάπη για τους συγχρόνους του που υπέφεραν μαζί του για τη γη τους και την ιστορία της, είναι σαν τη ρωμιοσύνη των ανθρώπων που εξυμνεί.


Η «Ρωμιοσύνη» μελοποιημένη από το Μίκη Θεοδωράκη συγκινεί βαθύτατα. Ο συνδυασμός αυτός—μουσικής και ποίησης—δημιούργησε ένα αριστούργημα του είδους, κάτι ανάμεσα στο πολεμικό τραγούδι και στους επικήδειους θρήνους ή μοιρολόγια, που τραγουδάνε οι γυναίκες στις κηδείες, στην ελληνική ύπαιθρο.
Το έργο πραγματοποιεί την ευχή που είχε διατυπώσει ο συνθέτης από το καλοκαίρι του 1959: «Το ελαφρό τραγούδι μας υποχρεώνει να ξεχάσουμε, το λαϊκό τραγούδι μας υποχρεώνει να θυμόμαστε».
«Κι αυτή τη μνήμη του λαού μου» λέει και ο ποιητής «θέλησα να ξυπνήσω και σ’ αυτήν αφιέρωσα όλες μου τις προσπάθειες».
Γι΄αυτό η κραυγή του Ρίτσου ξεπέρασε προ πολλού όλα τα όρια που μπορεί να χαράζει ο άνθρωπος και απευθύνεται στον άνθρωπο όχι σαν μια λειτουργική μονάδα ενός συστήματος αλλά στον άνθρωπο μέσα στον κόσμο. Η ποίησή του δείχνει ποιος είναι ο δρόμος της Ποίησης που είναι στην υπηρεσία του ανθρώπου. Η ποίησή του φέρνει στην ανθρωπότητα την ελπίδα, το χαμόγελο, το θεμελιωμένο στη βεβαιότητα για τη νίκη του καλού, το αίσθημα της αισιοδοξίας και της ανάτασης. Είναι ποίηση εμπνευσμένη από το λαό και προορίζεται για το λαό. Έτσι μπορούμε αδίσταχτα να πούμε πως ο Γιάννης Ρίτσος δεν είναι απλά ο ποιητής του λαού αλλά είναι ο μεγάλος, ο ακατανίκητος, ο αθάνατος Λαός—Ποιητής και η ποίησή του μπορεί να χαρακτηριστεί σαν «περίληψη της αιωνιότητας».
…………………………………………………………


Μερικά στοιχεία ακόμη για το Γιάννη Ρίτσο:


Το συγγραφικό και ιδιαίτερα το ποιητικό έργο του Ρίτσου είναι τεράστιο σε έκταση και ανυπέρβλητο σε ποιότητα.
Άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα από το 1933 και θεωρείται ένας από τους πολυγραφότερους ποιητές του 20ου αιώνα.(Ποιήματα, Συλλογές, Θεατρικά, Μεταφράσεις, Ταξιδιωτικά, Πεζά αλλά και Σκίτσα και Εικαστικά).
Για το έργο του πήρε πολλές τιμητικές διακρίσεις και δέχτηκε την ελληνική και την παγκόσμια αναγνώριση:( Βραβείο «Λένιν» για την Ειρήνη και τη Φιλία των λαών, Διεθνές Βραβείο «Γκεόργκι Δημητρώφ», Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης, , Βραβείο «Ποιητής Διεθνούς Ειρήνης» του ΟΗΕ κ.λ.π.).


Γίνεται μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Ακαδημίας Λογοτεχνών και Επιστημών Maihz της Δυτικής Γερμανίας. Αναγορεύεται επίτιμος διδάκτορας στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Μπέρμιγχαμ της Αγγλίας και του Πανεπιστημίου Καρλ Μαρξ της Λειψίας ενώ του απονεμήθηκαν μετάλλια όπως το μετάλλιο Ειρήνης «Γρηγόρης Λαμπράκης», το μετάλλιο «Ζολιό—Κιουρί» κ.λ.π.


Ο Γιάννης Ρίτσος από το 1927 έρχεται σε επαφή με αριστερούς και στελέχη του ΚΚΕ . Το 1934 έγινε μέλος του ΚΚΕ και το υπηρέτησε με συνέπεια σε όλη του τη ζωή, δηλώνοντας πάντα παρών, υπηρετώντας όσο ελάχιστοι την υπόθεση της Εργατικής Τάξης, παίρνοντας ο ίδιος μέρος σε όλους τους αγώνες της, που τους τραγούδησε όχι για να ξεχωρίσει αλλά για να σμίξει τον κόσμο:


«Εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε
Αδελφέ μου, από τον κόσμο
Εμείς τραγουδάμε για να
Σμίξουμε τον κόσμο».
…………………………………………………………………………


Παραθέτω ένα ποίημα του Γιάννη Ρίτσου, από τα τελευταία του, όπου φαίνεται η σεμνότητα και η ακεραιότητά του, η μέγιστη ηρεμία του ανθρώπου, που σ’ όλη του τη ζωή προσπάθησε να προσφέρει, όσα περισσότερα μπορούσε, με όποιον τρόπο, αλλά επίσης φαίνεται η συμφιλίωση που είχε με την ιδέα του θανάτου σαν πραγματικός υλιστής.





Επιλογικό

Να με θυμόσαστε—είπε.
Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα
Χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σε πέτρες κι αγκάθια,
Για να σας φέρω ψωμί και νερό και τριαντάφυλλα.
Την ομορφιά ποτέ μου δεν την πρόδωσα.
Όλο το βιος μου
Το μοίρασα δίκαια.
Μερτικό εγώ δεν κράτησα.
Πάμπτωχος. Μ’ ένα κρινάκι
Του αγρού
Τις πιο άγριες νύχτες μας φώτισα.
Να με θυμάστε.
Και συχωράτε μου αυτή την τελευταία μου θλίψη:
Θα’ θελα
Ακόμη μια φορά με το λεπτό δρεπανάκι του φεγγαριού
Να θερίσω
Ένα ώριμο στάχυ. Να σταθώ στο κατώφλι, να κοιτάω
Και να μασώ σπειρί σπειρί το στάρι με τα
Μπροστινά μου δόντια
Θαυμάζοντας κι ευλογώντας τούτον τον
Κόσμο που αφήνω
Θαυμάζοντας κι Εκείνον που ανεβαίνει το λόφο
Στο πάγχρυσο λιόγερμα. Δέστε:
Στο αριστερό μανήκι του έχει ένα πορφυρό
Τετράγωνο μπάλωμα. Αυτό δεν διακρίνεται
Πολύ καθαρά.
Κι ήθελα αυτό προ πάντων να σας δείξω.
Κι ίσως γι’ αυτό προ πάντων θ’ άξιζε
Να με θυμάστε.

Καρλόβασι 30.VII.87

Αναμετάδοση

Γιάννης Ρίτσος - Επιτάφιος



Το Μάη του 1936 μια απεργία καπνεργατών παραλύει την πόλη της Θεσσαλονίκης. Η διαδήλωση παίρνει μεγάλες διαστάσεις και η αστυνομία του Μεταξά έχει σκληρές διαταγές ν' ανοίξει πυρ χωρίς προειδοποίηση. Το πλήθος μετράει 30 νεκρούς και πάνω από 300 τραυματίες.
Την επομένη, η εφημερίδα Ριζοσπάστης δημοσιεύει στην πρώτη σελίδα τη φωτογραφία μιας μάνας γονατιστής καταμεσής του δρόμου μπροστά στο σώμα του δολοφονημένου γιου της Τάσου Τούση.
Ο Γιάννης Ρίτσος αγοράζει την εφημερίδα και γυρίζει στη σοφίτα του, στην οδό Μεθώνης. Κλείνεται μέσα δυο μέρες και δυο νύχτες.
Γεννιέται ο Επιτάφιος. Το βιβλίο εκδίδεται σε 10.000 αντίτυπα, αριθμό ρεκόρ για την εποχή. Λίγο αργότερα, στις 4 Αυγούστου, η δικτατορία του Μεταξά θα συμπεριλάβει τον Επιτάφιο στα ανατρεπτικά βιβλία που θα καούν στις στήλες του Ολυμπίου Διός.

Ο Επιτάφιος μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη και ηχογραφήθηκε το 1960 σε 3 διαφορετικές εκτελέσεις.
1. Με τη Νάνα Μούσχουρη - Αύγουστος 1960 (ενορχήστρωση Μάνος Χατζιδάκις)
2. Με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και την Καίτη Θύμη - Σεπτέμβριος 1960
3. Με τη Μαίρη Λίντα και το Μανώλη Χιώτη - Οκτώβριος 1960

Στα βίντεο που ακολουθούν ακούμε:
1. Μέρα Μαγιού - Νάνα Μούσχουρη
2. Πού πέταξε τ' αγόρι μου, Χείλι μου μοσκομύριστο, Μέρα Μαγιού - Γρηγόρης Μπιθικώτσης & Καίτη Θύμη
3. Στο παραθύρι στέκοσουν - Μαίρη Λίντα

Έτος Ρίτσου το 2009 κι αυτό είναι το δικό μου μικρό αφιέρωμα στον ΜΕΓΑΛΟ ΜΑΣ ΠΟΙΗΤΗ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟ.

http://www.youtube.com/watch?v=AtDsRWXoTQs

http://www.youtube.com/watch?v=UOiMmJ8ErOM

http://www.youtube.com/watch?v=jJ1QnVGoAF4

Αναμετάδοση

Δευτέρα, 27 Απρίλιος 2009

Επιλογικό


Νὰ μὲ θυμόσαστε - εἶπε. Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα
χωρὶς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σὲ πέτρες κι ἀγκάθια,
γιὰ νὰ σᾶς φέρω ψωμὶ καὶ νερὸ καὶ τριαντάφυλλα.

Τὴν ὀμορφιὰ
Ποτές μου δὲν τὴν πρόδωσα. Ὅλο τὸ βιός μου τὸ μοίρασα δίκαια.
Μερτικὸ ἐγὼ δὲν κράτησα. Πάμπτωχος. Μ᾿ ἕνα κρινάκι τοῦ ἀγροῦ
τὶς πιὸ ἄγριες νύχτες μας φώτισα. Νὰ μὲ θυμᾶστε.

Καὶ συγχωρᾶτε μου αὐτὴ τὴν τελευταῖα μου θλίψη:

Θἄθελα ἀκόμη μιὰ φορὰ μὲ τὸ λεπτὸ δρεπανάκι τοῦ φεγγαριοῦ νὰ θερίσω
ἕνα ὥριμο στάχυ. Νὰ σταθῶ στὸ κατώφλι, νὰ κοιτάω,
καὶ νὰ μασῶ σπυρὶ σπυρὶ τὸ στάρι μὲ τὰ μπροστινά μου δόντια
θαυμάζοντας κι εὐλογώντας τοῦτον τὸν κόσμο ποὺ ἀφήνω,
θαυμάζοντας κι Ἐκεῖνον ποὺ ἀνεβαίνει τὸ λόφο στὸ πάγχρυσο λιόγερμα. Δέστε:
Στὸ ἀριστερὸ μανίκι του ἔχει ἕνα πορφυρὸ τετράγωνο μπάλωμα. Αὐτὸ
δὲν διακρίνεται πολὺ καθαρά. Κι ἤθελα αὐτὸ προπάντων νὰ σᾶς δείξω.

Κι ἴσως γι᾿ αὐτὸ προπάντων θ᾿ ἄξιζε νὰ μὲ θυμᾶστε.



Καρλόβασι, 30.7.1987

Με μεγάλη χαρά αποδέχομαι την πρόσκληση της βιογράφου του Γιάννη Ρίτσου κυρίας Αγγελικής Κώττη να συμμετέχω στο δια-ιστολογικό αφιέρωμα στον μεγάλο Έλληνα ποιητή εν όψει της εορτής της Πρωτομαγιάς, ημερομηνία την οποία συμβολικά ο ποιητής διατηρούσε ως ημερομηνία γέννησης.
Συνδυάζοντας το Έτος Ρίτσου (εκατό χρόνια από τη γέννησή του το 1909) με την επικείμενη εορτή τιμούμε και ευχαριστούμε για την προσφορά του τον παρ’ ολίγο νομπελίστα ποιητή, το πολυβραβευμένο Γιάννη Ρίτσο, μα πάνω απ’ όλα τον πολυτάλαντο αυτό άνθρωπο που έντυσε τις ψυχές μας με ασύλληπτες μουσικές κι εικόνες μέσα απ’ τα ποιητικά του καλλιτεχνήματα. Τιμούμε κι ευχαριστούμε το σοφό αριστερό ποιητή που με τα έργα του πρόβαλε τη σημασία του αγώνα ως ιδέα και όχι του αγώνα μόνο για την ιδέα.